- εχθραίνω
- ἐχθραίνω (ΑΜ) [έχθρα](μεταγ. τ. τού εχθαίρω)1. μισώ, εχθρεύομαι2. βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, είμαι εχθρός («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.)3. κάνω κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ» Τζέτζ.)μσν.(και το μέσ.) ἐχθραίνομαι(με ενεργ. σημ.) εχθρεύομαι, μισώαρχ.(μτχ. αορ.) οἱ ἐχθράναντεςοι εχθροί.
Dictionary of Greek. 2013.